Τί προτιμούν τελικά οι άνδρες;

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Ποιητική Γωνιά... αίματος και σπέρματος


Ύστερα από την τεράστια επιτυχία που είχε η προηγούμενη ανθολογία, είμαστε αναγκασμένοι να εκδόσουμε ακόμα μια. Τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν από την ανθολογία τούτη, θα δοθούν στους σεισμόπληκτους συνανθρώπους μας που δεν έχουν 2 βρακί (καθαρό) να φορέσουν μετά το κακό που τους βρήκε την Κυριακή το μεσημέρι. Το θέμα αν και δείχνει αρκετά συγκεκριμένο είναι αρκετά σύνθετο και επεκτείνεται σε πολλές κοινωνικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής του απλού ανθρώπου που μαστίζεται από μύρια κοινωνικοοικονομικοπολιτικο- γεωθρησκευτικοπυρινικοαπεμπλουτισμενοανθρακονιμενο- οικουμενικοφυσικοιστορικορωσικοαμπλοφυλολογικομαφιοζικο- αθλητικοδεσποτικοοικογενειακοτριβαδιστικά προβλήματα. Μια θερμή παράκληση, σας παρακαλούμε μη βωμολοχείτε. Αν θέλετε να εκφραστείτε με άκομψο τρόπο μπορείτε πολύ απλά να βρίσετε. Ευχαριστώ εκ των προτέρων και περιμένουμε με ιδιαίτερη αγωνία και λαχτάρα τις δημοσιεύσεις σας.
ΥΓ1: βάλτε τα δυνατά σας γιατί είναι για ιερό σκοπό (φανταστείτε τον συνάνθρωπο με το λευκό σωβρακάκι ΜΙΝΕΡΒΑ με καφέ ανάγλυφο στόχο στο πίσω μέρος).
ΥΓ2: Παρακαλούνται οι FANS του BLOG μας να μην γράφουν αρλούμπες. Ας γράψουν τα 3.543.543.234.456,4908Α φίλων που έχουν έμπνευση μόνο.

31 σχόλια:

Παργαλάτσος είπε...

Χτες αργά, κατά τις 3
δε με θυμήθηκε κανέις,
πήγα να ρίξω μια πηχτή,
αλλά μου βγήκε νερουλή.

Πήγα στην κουζίνα πίσω,
τον θερμοσίφωνα να κλέισω.
Είδα την Μαγαδαλινή
και ξαναρίχνω μια πηχτή.

Για να μη τα πολυλογώ
πήρα αμπάριζα να μπω (κάποιος μου το εκλεψε αυτό)
αντί για τρύπα βρήκα χαλινό
και μάτωσα τον Γιούτσο τον ψηλό.

Πωπω τι κακό με βρήκε,
στην τρύπα το πέος μου δεν μπήκε.
Έχασα τον στόχο όλο,
μα ούτε αιδοίο ούτε κώλο;

η κυρά μας η μαμή είπε...

Ήρθε η ώρα για τα πρώτα μου δειλά βήματα. Το ποιήμα αυτό είναι εμπνευσμένο απο τις άγριες ορχιδέες του Σουδάν.

Παρά το νεαρό της αδικίας του,
κσεφτιλα το καρπούζι
ηταν ο βοσπορος φτιαχτός,
κοιμήθηκε το uzi

παν κι'άλλοι απο εδώ
για τις αυλές του Δέλτα,
ήταν το σύνεφφο σαθρό
όπως λαλούν τα δέντρα

ορυμαγδούν εφταψυχα,
οχτώ φορές συγχώρια
δίνουν και παίρνουν οι ασβοί
ηταν σοφή αιώρα

Μυρωδιάς είπε...

Παργαλάτσο μετά από πολύ καιρό έκανες και κάτι εποικοδομητικό. Εύγε νέε μου. Είμαι βέβαιος πως το άρθρο θα σπάσει κάθε ρεκόρ, δεδομένης της αγάπης όλων μας προς τη ζωγραφική και το σοφάτισμα. Σου αφιερώνω το παρακάτω με τίτλο: Αόρατος Κρότος.

Χαμάλι λέγαν το παιδί,
Και στεναγμό την Κόρη,
Πάρε το σπέρμα μου μωρή,
Καριόλα παλιοψώλη.

Σιγά βροντοπερπάτησα,
Με βήματα γατήσια,
Και στο αυτί σου έριξα,
Τα σάπια μου τα χύσια.

Στον πάτο τώρα κρέμονται,
Σαν του ταμπόν σχοινάκι,
Βρωμιάρα, άπλυτη, χοντρή,
Κάνε κάνα μπανάκι.

Μήπως και μου' ρθει η καύλα μου,
Και πω να σε γαμήσω,
Να σου ανοίξω τον πρωκτό,
Και να στον εσφυρίξω.

Μυρωδιάς είπε...

Τίτλος: Ανείπωτη Φωνή Σφαδάζει Στο Ταβάνι

Μια ιστορία θα σας πω,
Απ’ τη ζωή βγαλμένη,
Όταν εκείνη έσκυψε,
Να πιάσει το σαπούνι.

Είμαι εδώ, είναι εκεί,
Η άλλη παραπέρα,
Κοιμήθηκα Παρασκευή,
Και ξύπνησα Δευτέρα.

Έχασα όλο το Σου Κου,
Και την Τετάρτη μέσα,
Ποτέ μου δεν κατάλαβα,
Ότι δεν είχες πρέσα.

Πρέσα ατμού για το μαλλί,
Του καραφλού φαντάρου,
Που μες στ’ αμπέλια έψαχνε,
Να βρει ένα σταφύλι.

Σκόνη σε όλη τη στολή,
Και λίπασμα στον πάτο,
Και το ψωμί σαν φρυγανιά,
Ζεστό είναι κι αφράτο.

Και μιας και το’ φερε η κουβέντα,
Κάνοντας τόσο δρόμο,
Κουράστηκε η αγάπη μου,
Γαμώ την Παναγιά της.

Παργαλάτσος είπε...

4 παιδιά, εσύ
και μια μανταμίτσα
χέστηκα απάνω σου
και έφαγα την πίτσα.

Πήγα για ποτό
σε ένα χασομέρι
ήπια ούζα και κρασί
κι έφυγα με την ψωλή στο χέρι.

Μα ξάφνου,
ξαφνικά, ξαφνιάστηκα
και είπα: "μωρέ δε σκύβεις
τώρα δα, να μου πάρεις πίπα;"

Η τραχιά σου γλώσσα
με έγδαρε με κάβλωσε
μέφερε στα ουράνια
σε έσκισα κι εγώ με τόση περιφάνεια.

Μέσα έξω ο μοχλός
ταλαντευόταν όλο βράδυ
και το πρωί εξύπνησες
με ένα μουνί πηγάδι.

Μυρωδιάς είπε...

Τίτλος: Αειθαλής Ετερόφυλος

Καθόσαντο και πίνανε,
Τρία κιλά μαλάκες,
Μετά εκουραστήκανε,
Και πήγανε για ύπνο.

Στο γύρνα που γυρνάγανε,
Σταμάτησαν να πιούνε,
Ο ένας λιποθύμησε,
Σαν πάτησε μια πρόκα.

Οι άλλοι δυο ξενέρωσαν,
Σαν είδαν το κορμί του,
Παλλόμενο να πάλλεται,
Από την Παλαιστίνη.

Ζωσμένος πυρομαχικά,
Άναψε το φυτίλι,
Και άμεσα αναφώνησε,
Καλό Πάσχα, γιουυυυ αρρρρ νοοοοτ μάάάϊ φάάάδερρρρ.

Χριστούγεννα ήταν θαρρώ,
Μέσα στο καλοκαίρι,
Τον πούτσο μου σαν κούναγες,
Σαν να’ ταν κομπρεσέρι.

Κάλους γιομάτο ήσαντο,
Απ΄ τη σκληρή δουλειά σου,
Εκείνη που παράτησες,
Την άλλη για να πιάσεις.

η κυρά μας η μαμή είπε...

Τίτλος: Bailamor

Ξασπρό Ξασπρί Ξασπράδι,
ενέχει το λιβάδι,
μα είδα Κουκου Σπέρμα,
Θαρρείς με πήγε Αίμα.

Στο πηγεμό για το απήγαιντο,
Μαρμάρου δέρας ύπνος,
ήταν ο Γεωργίου λίμπιντο,
Χλιμίντζουρας ο κύκνος.

Είδα μια συκια straight να το παίζει,
κατάβα συνθεμελείς πως Λάμψη με Καρέζη.
Υπνου νεκρό ξηπνίζουζνταν, παρέα μέ ένα Μάνγκο,
Παρασάγκας ενορχήστρωση,Μάνγκο το Αβοκάντο.

Αράπης κινεζώθηκε και έγινε φριτέζα,
όλοι σκεφτήκατε ομοιοκατληξία με τη λέξη πρέζα,
χατηρί δε σας χάλασα εβιβα στον άσπρο πάτο,
του κυρά μας η μαμή τον σαπιοτουμπανάτο

η κυρά μας η μαμή είπε...

Τίτλος: Το πορτραίτο του Άντρακο

Δεν θέλω πλούτη και χλιδές,
Σπίτια στην Ιπανέμα,
στο σπίτι θελω αν θές,
δεξάμενες με σπέρμα

Ενταξιεειι τον ερώτησα,
χαίδεψα ώμο,
Γροθιάς προσποιήση έκανα,
επροσποιήθη πόνο

Στο Jazzy μέτριο παρείγκήλα
φρεντο στο Δρυμωνάκο,
Αυτός με ντόπα οιδηπόδησε,
Να σαι κάλα Αντράκο

Ολημερίς ενύχτωνε,
του πικατσου το τέλμα,
στις θάντερκατς ένεδωσα,
για σαπισμένο αίμα.

Ταμ ΤΟΥΜ ταμ ΤΟΥΜ στο πάτο σου,
και ο Nadal στον Roger,
Ελλάδα Σουηδία στο γιουρό,
λέω να παίξω όβερ

Spiros είπε...

Σκεφτόμουν να πρωτοτυπήσω για άλλη μια φορά αλλά δεν θα το κάνω, και έτσι θα πρωτοτυπήσω με την μη πρωτοτύπησή μου και με αυτό τον τρόπο σας οδηγώ στο λογικό αδιέξοδο μιας εγκεφαλικής τρικλοποδιάς.
Το κομάτι λέγεται "Αειθαλείς Ομοφυλόφιλοι" και το έγραψα έχοντας τον μαμή στη σκέψη μου.


Αειθαλείς Ομοφυλόφιλοι

Σαν τα μούρα, σαν τα μούρα
γιόμισε ο τόπος ούρα
κ' η κλεισούρα , η κλεισούρα
Σαν τα μούρα, σαν τα μούρα

Το αιώνιο κουκούτσι
απαράμιλλης φροντίδος
του Αμέρικο Βεσπούτσι
γάργαρης θερμοκοιτίδος

Αλί , ωιμε, αλι
ωιμέ, αλί, ωιμε
Αλί , ωιμε, αλι
ωιμέ, αλί, ωιμε

Παρασάγκας παραθύρι
παραθέριζε ολονυχτίς
και του πάτου ανοιχτήρι
τελικά ο Μάτος μένει Παναθηναϊκό; Αν γνωρίζει κανείς νεώτερα να ενημερώσει.

Μια μαργαριτένια άφτρα
άσπρης μπριζόλας άγγελμα
και του τσιγγάνου καύτρα
είκοσι λεπτά άγαλμα

Αλί , ωιμέ , αλι
ωιμέ, αλι, ωιμε
Αλί , ωιμέ , αλι
ωιμέ, αλι, ωιμε

(με αργή βαριά φωνή που έχει σπάσει από την βαθιά συγκίνηση)

Σαν τα πούρα, σαν τα πούρα
γιόμισε ο τόπος πούρα...

Spiros είπε...

Και λίγη μοντέρνα ποίηση:


Ροζ κινητό ξεσκέπασμα
Στάσου!
Εδώ είμαι
Ηλιαχτίδα κομματόσκυλα
Ναι! Ω Ναι!
Φοβάμαι... Δεν
Παρδαλό κριάρι
Σάπια φούσκα τσίχλα μέντας τρύπιας γλώσσας
Σαν θυμάμαι εχθές. ΌΧΙ
Άκου...
-Ακούω
Σαμιαμίδη Παργαλάτσιο
Μυρωδικής Μίναρης Μαμής
Ασκούμαι τελευταία
Σαν χοσέ, λασ πάλμας
ΌΧΙ
Μη φωνάζεις...
θα χεστώ απάνω μου...
Γλάρο μου, σήμερα έχουμε γλαρόσουπα
...σαν σκοτεινό περιτύλιγμα ξεχύνεται..
ο πάτος
στα γλιστερά στρείδια της αυγής
Επιλογές ανάρτησης
Ετικέτες για αυτήν την ανάρτηση
Λόγια
Ω!
Και εσύ αφήνεσαι
στα σφριγηλά μου πράσσα.

Μυρωδιάς είπε...

Μα τι τεράστια έμπνευση. Spiros, ή Spiros όπως θες να αυτοαποκαλείσαι, συγχαρητήρια. Ενέπνευσες το ποίημα που ακολουθεί και έχει τίτλο: “Ευθεία με 18 στροφές”.

Η ρινική κοιλότητα,
Ονείρου αποφάγι,
Αντιλαλούν τα κύματα,
Χλευάζουν οι σιωπές σου.

Πρόσεξε, λέω πρόσεξε,
Πρόσεξε λέω πάλι,
Πρόσεξε γαμώ τον χριστό μου,
Πρόσεξε δεξιά σου.

Ω! Κρίμα και άτυχη στιγμή,
Να μπερδευτώ ο μαλάκας,
Και από τα αριστερά,
Να πέσει πάνω σου το πούλμαν.

Ε ρε πείνα που μ’ έπιασε,
Σαν είδα σκόρπιο το κορμί σου,
Πάω να φάω μία πίτα γύρο,
Με απ’ όλα χωρίς κρεμμύδι, τζατζίκι, ντομάτα, πατάτες, γύρο.

Παργαλάτσος είπε...

Το αντικοινωνικό αγκάθι
μέσα από του κορμιού τα βάθυ
τρέχει σαν ορμητικό ποτάμι
το αίμα της πόρνης Τάμη.

Τρέχα όσο μπορείς
σταμάτα μην αργείς
ο οριμαγδός στο κέρμα
πότε θα φτάσεις στο τέρμα;

(Και τώρα λίγα ισπανικά)

Θε θέλω θαν τρελόθ
γλυκό μου θουρωτηρι
επειδή είναι λίγο πθηλά
μου φτανειθ το ποτήρι;

Η μάντρα είναι πθηλή
θέλει κούρεμα το δέντρο
αθ αφήθουμε την θηλή
και πιάθε μου τον κέδρο.

(και πάλι ελληνικά για το τέλος)

Τί σκατά θα φάω
αφού δεν πεινάω
τρέξε φάε πιές φτάσε
αλληλούια και στο τέλος κλάσε.

Χέκλασα δυνατά
έφυγε η αγέλη
όλα τα σπαρτά
κάηκαν και γίναν αμπέλι.

Spiros είπε...

Αυτό που ακολουθεί είναι ποίηση σε εντελώς ελεύθερο μοτίβο. Είναι οι στίχοι που μου είχε απαγγείλει ο μαμή προσπαθώντας να πείσει το πέος μου να τρίψει τον πρωκτό του την πρώτη φορά που με γνώρισε. Αν θυμάμαι καλά υποτιτλίζεται:


Δεν γνωρίζω αριστερόστροφες εκσπερματίσεις και για αυτό αυτανακηρύσσομαι γαλότσα.

Η λογική της αμαύρωσης υποκατάστατων καθιστά προφανές ότι η ευφυής ανάλατη σαβουροποίηση σαυρών δεν είναι εφικτό γεγονός στα γεγονότα των 8.
Δεν γνωρίζω, από όσο γνωρίζω, κάποιον φονταμενταλιστή σωβρακοποιό ή έστω μια κιτρινόμαυρη τρίχα, που να έχει διάθεση να διαθέσει μεγάλη ποσότητα τσιχλόφουσκας.
Ως εκ τούτου, το sex σε κλειστούς χώρους απαγορεύεται απαγορευτικά με αποτέλεσμα να έχει πέσει η αγορά του καρότου, αφήνοντας τις αγελάδες ξετσίπωτες.
Το κλαρίνο ενός κλάμματος κλειστής κλανιάς επιτρέπει το ξεδίπλωμα της πέστροφας στις ακροδεξιές αποστροφές με αποτέλεσμα να χύνονται ορθάνοιχτα τα καμηλοπαρδάλια δάκρυα ενός παπουτσωμένου γαύρου.
Άμεση συνέπεια των παρακάτω είναι η γέννηση της τραγο-Δίας σε ένα έκφυλο σόου με παρδαλές χαρτοπετσέτες και gay αγάλματα, μύγδαλα αρ εν μπι και πρασινοφορούσες μοιρολο-ξύστρες.
Η πραγματικότητα είναι προ των πυλών και θα εθελοτυφλόμυγα προσφυγικά σε ένδειξη απαρτίας.
Ζητούνται ροζ γαλανόλευκες τσίμπλες σε στρογγυλά στασίδια για τις σηκωμάρες του ντάου τζόουνς.

Μυρωδιάς είπε...

Για ακόμα μία φορά αγαπητέ Spiros, θα αποτελέσεις τη μούσα μου. Σου αφιερώνω το παρακάτω ποίημα. Σε σένα και στην κρυφή μου αγάπη.

Τίτλος: Ρωγμή στη Νέα Εθνική

Ξημέρωμα Παρασκευής,
Ανήμερα Τετάρτης,
Τρίτη ήταν απόγευμα,
Και έμπαινε Δευτέρα.

Ήρθες σιγά αγάπη μου,
Τρέχοντας σαν βλαμμένο,
Και τον μαμή αντίκρισες,
Με κώλο ματωμένο.

Ευθύς τσιρότα έφερες,
Κλωστές για να τον ράψεις,
Μα πιο πολύ κατάφερες,
Βρώμα να τον ανάψεις.

Πυγολαμπίδα η σούφρα του,
Χαμόγελο ως τους ώτους,
Και απ’ τη χαρά εφύτρωσαν,
Μανίταροι πλευρώτους.

Και πάνω που ηρέμησε,
Και έλεγε να ξαπλώσει,
Απ’ το πολύ χαμόγελο,
Είχε ξαναματώσει.

Αμέσως πήρες το ΕΚΑΒ,
Μήπως και τον εσώσεις,
Μα μέχρι να’ ρθουν πρόλαβες,
Δάχτυλο να του χώσεις.

Μες στο δεξί ρουθούνι του,
Τη μόνη άδεια τρύπα,
Που του’ χε μένει ελεύθερη,
Μην πάθει ασφυξία.

Σκότωσες βρώμα τη μαμή,
Την πιο μεγάλη πίπα,
Και τώρα όλοι οι πούστηδες,
Φάγανε σούπερ ήττα.


ΥΓ.: Η κυρά μας η μαμή Rest In Peace

Spiros είπε...

Χαίρομαι τα μάλα να παριστάνω τα μούσια σου αγαπητέ Μυρωδιά.
Τα δύο τελευταία σου αριστουργήματα είναι απλώς αξεπέραστα. Είμαι εδώ και δύο ώρες ημιλιπόθυμος ξαπλωμένος στο ψυγείο μου με σηκωμένες τις τρίχες των ματιών μου παραληρώντας από τη μύτη τους στίχους σου.

Δυστυχώς για εμένα, το βραβείο "Σάπια Μαμή" σήμερα σου ανήκει.

Μυρωδιάς είπε...

Και άλλο ένα γιατί νευρίασε και θα σταματήσει να μου γνωρίζει μουνιά..

Τίτλος: Το όργιο του ποταμού

Φωνή λαού, οργή θεού,
Καταραμένε όφι,
Με όλα αυτά που γίνονται,
Μου πρήξανε τον όρχι.

Τον όρχι τον πολλά βαρύ,
Τον πολυαγαπημένο,
Με της μαμής το όνομα,
Εννιά φορές γραμμένο.

Την πρώτη που τον γνώρισα κι είπε,
“Γεια σου, με λεν Βασίλη”,
Τότε πρωτολερώθηκε,
Το δεξιό αρχίδι.

Την δεύτερη πρωτόμαθα,
“Την όπισθεν πως τρίζει”,
Καθόλου δεν το σκέφτηκα,
Και πήρα το μολύβι.

Και όσοι την γνωρίζετε,
Την ξέκωλη πουστράντζα,
Θα με δικαιολογήσετε,
Που άφησα καβάντζα.

Εφτά φορές το όνομα,
Χωρίς δικαιολογία,
Εκεί κοντά να το κοιτά,
Με την πεολειχία.

Κι όταν το ποίημα θα δει,
Θα θέλει ν’ απαντήσει,
Κι απ’ τις εφτά ευκαιρίες του,
Την πρώτη θα τη σβήσει.

Γι' αυτό μαμή χαλάρωσε,
Άσε με να ηρεμήσω,
Γιατί αλλιώς το στόμα σου,
Δεν θα το ξαναχύσω.

Μυρωδιάς είπε...

Σε ευχαριστώ αγαπητέ spiros. Μου δίνεις δύναμη να συνεχίσω. Απλά επειδή ψιλοκάηκα και το μωρό μου κάνει μούτρα, θα σταματήσω για κάνα 20λεπτο τον ποιητικό μου οίστρο και θα πάω για χέσιμο.

Γιώργης Μίναρος είπε...

Ένα ποιηματάκι θα σας πω από τα βάθη μέσα, είναι βγαλμένο ολόψυχα για σένανε μπαμπέσα!

Την ώρα μου επέρναγα επάνω σου σκασμένος, μα τη κοιλιά μου κράταγα πανί, κιτρινισμένος!

Ο τσολιάς ξεγλίστραγε και έβγαινε βογκώντας όσο εγώ εδάκρυζα το πόνο αγνοώντας

Για σένα για σένα μωρή χέστρα που τόση ώρα έλειπα και είχα πιαστεί επάνω σου σαν να σουνα η δέστρα!

Γιώργης ο από το πρωί με έχει πάει αίμα!

η κυρά μας η μαμή είπε...

Ψύλλου υπόθετο Μυρωδιά,
Μυγας κλανιά Spiros,
θαρρώ πως ανοιχτήκατε,
σας έφυγε ένας πύρος.

Ειλικρίνα δε σκόπευα
τη μάνα σας να θυμίσω
τέτοιο οιδιπόδειο
πως να το εξηγήσω?

Το χέρι που σε τάισε,
Μυρωδιά έχεις δαγκάνει,
για τιμωρια, σε τιμωρώ,
με ένα φελέσκουρο ραπάνι

Ξέχνα τις μούνες τις τρελές
με το βυζί τούμπανο τέρμα,
τώρα, ξέρεις,δάχτυλο,
μέχρι να βγάλει αίμα.

Ανήκουστη Άοσμη κλανιά,
squirt υγρό αιδοίου,
Spiros με μιας από τη παρθενιά
στις υστερίες της κλιμακτηρίου

Στην Αρχαία Σπάρτη αν γεννιόσουν,
και όχι στο Μαρίνου το show στον Αντεννα,
Με τον Καιάδα τον γκρεμό,
απο τριώ μηνώ θα γινόσασταν ένα

Βλέπεις έκει στραβούς και πούστηδες,
κλανιές και κουασιμόδους,
ειπά να πω τα χαρισματά σου
μην μας πουν και λασπολόγους

από μικρούς του αυτοκτονουσαν
τσιμπούρια πρίν γίνουν,
και ψύλλους σαν το Μυρώδια στο στόμα τους εχύνουν

Και για όσους δεν το άκουσαν,
ειδήση οικτρή σας φέρνω,
Ο μύρωδιας απόβαλλε,
το νόθο παίδι του Nemo

ναι με κοραλλόψαρο,
γαμήθηκε ο βρωμιάρης
ήταν το μόνο που του κάτσε,
μετα την Ματα Χάρι

Κρίμα είχε πρόσωπο ψαρωτικό,
και Μυρωδιά το πάτο,
ότι πρέπει να γαμηθεί,
του Spiros το καμπιο-νάτο

κάμπιες επίασε στο μουνί
μα ευτυχώς έχει και πέος,
είναι τραβέλλι πρόσχαρο
γαμάει αρουραίους

Μυρωδιάς είπε...

Τίτλος: Ντροπή, γυμνός στ’ αγκάθια!!

Κατραπακιά ασύδοτη,
Μπουνιά μέσα στις ρώγες,
Ήταν τα λόγια του μαμή,
Αγαπητοί αναγνώστες.

Τον γνώριζα, τον πήγαινα,
Τον είχα στο πλευρό μου,
Και που και που τον άφηνα,
Να’ ναι τ’ αφεντικό μου.

Μα τώρα βαθειά με πλήγωσε,
Άγγιξε τη χορδή μου,
Τράβηξε και το δάχτυλο,
Και ήπιε την πορδή μου.

Κι αυτή την ύστατη στιγμή,
Παράκληση απευθύνω,
Μαμή τα λόγια πρόσεχε,
Δεν θα’ χω ποιον να χύνω!

Παργαλάτσος είπε...

Απίστευτη είσαι σήμερα
του αη πούτσου ανήμερα
πήγα να σε χαιδέψω
και με το αιδοίο σου να παίξω.

Μου ρίξες μια σταρχίδια
και ανέβηκε το στόμα μου στα φρύδια
με κάβλωσες σινάμα
σου γαμώ,ε ναι, σου γαμώ τη μάνα.

Τρίβεσαι στο παπάρι μου απάνω
απτην κάβλα θαποθάνω
το καβλί μου στον στόμα σου θα θέσω
και θα σε γαμώ μέχρι τέζα να πέσω.

χύνω, χύνω, ξαναχύνω
και έναν motion χυμό επίνω
τώρα τρέχω ως τη χέστρα
μάλλον με πείραξε η μανέστρα.

Τέλος λοιπόν για καληνύχτα
θα σας πω μια ιστορία
που δεν είναι γραμμένη σε βιβλία

χτες αργά άργησα να αργήσω και έφτασα νωρίς. (Τί ειπε τώρα ο άνθρωπας;)

Ανώνυμος είπε...

ολημερίς σκεφτόμουνα πούτσους και γαμίσια
μα μου ταξες ξεδιάντροπα λαγούς με πετραχείλια

το ξέρω οτι με ποθείς και θες να με γαμίσεις
μα με την προυπόθεση πως τον μαμή θα χύσεις

θα τρελαθώ,θα τρελαθώ αμα
δεν νιώσω όλο
τον πούτσο σου πολύ βαθιά
στον κόλπο και στον κώλο

με τα πολλά σε έπεισα να κάνουμε πατρούζα
και τα υγρά μου τα καυτά σε άφησαν στη μούγκα

και κει που είμασταν και οι τρεις
και βόγκαγα από πόνο
ξάφνου προβάλει ο ασκητής με μια ψωλή στον κώλο

"τι γίνεται,τι γίνεται?"ρωτάει καυλωμένος
"σκάσε και πάρε με και εσύ" του λες νευριασμένος

ένα κουβάρι γίναμε μουνί-ψωλή και χύσια
αλλά χλωμό πολύ να σταματήσουν τα γαμίσια

η κλειτορίδα πρήστηκε,ο κώλος ξεχειλώθει
ιδρώτα στάζει ο μυρωδιάς
τον spiros σαν οργώνει

Ανώνυμος είπε...

Ο τίτλος του παραπάνω δημιουργήματος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από "Παρτούζα" και φυσικά πηγή έμπνευσης παλαιότερο άρθρο(βλ η ουσία είναι μία λαγνεία)

Μυρωδιά ξεδίπλωσες σήμερα στο έπακρο το ποιητικό ταλέντο σου.
Υποκλίνομαι

Ασκητής είπε...

Με καβλώσατε παιδιά τώρα το βράδυ, οπότε σας αφιερώνω αυτό το ιαμβικό με πλεκτή και ζευγαρωτή αλλά και σταυρωτή ομοιοκαταληξία ποιηματάκι:


Αλί , αλί και τρις αλί,
αν δεν σου χύσω το μουνί
Μήπως είναι η πούτσα μου χοντρή
για να σου σκίσω το κωλί?

Δεν μιλάς, δεν απαντάς
μόνο από τον πόνο βογγάς
Το ξέρω πως σου αρέσει ,
το κοτόπουλο γιουβέτσι.

Κώλο θέλεις να δίνεις,
για να σε πηγαίνει αίμα
Τσιμπούκι θες να παίρνεις,
για να γεύεσαι το σπέρμα.

Ποιητική αδεία παίρνω,
ο πούτσος μου είναι σαν τα τρένα,
σφυράει πάντα τρεις φορές,
προτού σε πάει αίμα.

Αίμα,χύσια όλα γίναν ένα,
το χειμωνιάτικο πρωινό του Ιούλη,
καφέ επίναμε μάρκας illy,
όταν σε έχυνα με τρέλα.

Μυρωδιάς είπε...

Τίτλος: Φρένο στην ευθεία καρμανιόλα

Κοιτάω εδώ, κοιτάω εκεί,
Μα πουθενά το αίμα,
Ψέματα έλεγες τσουλί,
Πως ήσουνα παρθένα;

Μη μου μιλάς ξενέρωσα,
Δεν θέλω να σε βλέπω,
Καριόλα, πουτάνα, πρόστυχη,
Ίσα που σε αντέχω.

Όσοι σε ξέραν λέγανε,
“Δεν είναι πειραγμένη”,
Μα σαν σε γράσο η ψωλή,
Μπαίνει, γλιστρά και βγαίνει.

Ρε τι μαλάκας ήμουνα,
Έτσι να την πατήσω,
Και όλα τα αφροδίσια,
Με μιας να τα κολλήσω.

AIDS, πανούλκα, σύφιλη,
Ακόμα και καράφλα,
Γαμώ τη μάνα σου μωρή,
Παλιοσκατοπουτάνα.

Γι΄ αυτό μάγκες προσέχετε,
Διάκριση δεν κάνει,
Όταν με φόρα δυνατά,
Γαμάτε την παλάμη.

Spiros είπε...

θυμάσαι θειά που γάμαγα
την κόρη σου την Λίτσα
πηγάδι της την έκανα
την τόση δα τρυπίτσα

ετότες παρασώλυσε
έγινε μέγα πόρνη
και στο μουνί της έβασα
μέχρι κρασιών κασόνι

από παρθένα τρυφερή
έγινε μέγα τσόλι
μέσα σε δυο μηνούς αγάπησε
ολάκερη την πόλη

τι φταίω 'γω ρε θειά;
ένα μουνί ζητούσα
εμπρός μου η Λίτσα επρόβαλε
να μην την εγαμούσα;

της είπα: "Λίτσα πάενε
γιατί θα σε ξεσκίσω"
πρόστυχα της απήγγειλα
"στη μάπα θα σε χύσω"

αυτή δεν κοντοστάθηκε
και άρπαξε τον πούτσο
από μικρός τον λέω Μηνά
μα τ' άλλαξα σε Γιούτσο

σαρανταδυό μερόνυχτα
γαμιόμασταν αβέρτα
να φανταστείς πετάξαμε
πάπλωμα και κουβέρτα

τον Γιούτσο έπλενα ένα πρωί
μετά απ' άγριο γαμήσι
θωρώ πως είχε συγκαεί
το μίσος είχε αρχίσει

έξω από τον καμπινέ ορμώ
χιμάω στο κρεβάτι
πιάνω την Λίτσα, την κλωτσώ
της μαύρισα μάτι

"μωρή καριόλα στό 'χα πει",
της λέω όλο δέος
"θα μου ξεχαρβαλώσεις άσχημα
το ίσιο μου το πέος"

"άντε βρωμιάρα ουστ"
την λέω και αμολάω
άγρια γυριστή κλωτσά
και την λιποθυμάω

Μυρωδιάς είπε...

Τη Λίτσα την εγάμησα,
Spiros και γω νομίζω,
Μα ένα τρίμηνο μετά,
Άρχιζα να τη βρίζω.

Αργά στο σπίτι γύρναγε,
Με κώλο αναμμένο,
Κι απ’ το μουνί της έσταζε,
Σπέρμα πολύ, πηγμένο.

Που ήσουνα τη ρώταγα,
“Στη μάνα μου είχα μείνει”,
Κι αμέσως εξεκίναγε,
Τον πάτο της να πλύνει.

Τότε εγώ τρελάθηκα,
Με τύφλωσε το μίσος,
Και πήρα την απόφαση,
Να την ακολουθήσω.

Όπου και αν έτρεχε,
Εγώ ακολουθούσα,
Και μοναχά την έχανα,
Όταν εκατουρούσα.

Και σαν διαόλου αστραπή,
Σαν μάρμαρα που πήζουν,
Είδα τη Λίτσα καθιστή,
Και τρεις να την ξεσκίζουν.

Spiros όμως φταίω και γω,
Έκανα ένα σφάλμα,
Που έτρεξα και μονομιάς,
Της γάμησα τη μάνα.

Στη θεία σου τη Φωτεινή,
Θυμάμαι είχα πάει,
Απ’ το μουνί τη γάμησα,
Της έκανα cream pie.

Spiros ήρθε η ώρα να το πω,
Να βγει στο φως της μέρας,
Του ξαδερφού σου του Μηνά,
Εγώ είμαι πατέρας.

Και για συγνώμη σου ζητώ,
Τη Λίτσα να γαμήσεις,
Και του Μηνά του πουσταρά,
Τον πάτο να διαρρήξεις.

Spiros είπε...

υποχρεώσεις μ' έπνιξαν
την ιστορία δεν είπα
το τέλος δεν σας έδωσα
για αυτή την άθλια πίπα

όσο καιρό την γάμαγα
την έκανα σφεντόνα
μες στο μουνί της τέλειωνα
όπως και στης Madonna

τριανταδυό φορές η άχρηστη
πήγε και εγκαστρώθη
την έκτρωση μου ζήταγε
κάποιος να την πληρώσει

τριανταμιά φορές με μια μπουνιά
γλίτωσα ο μαλάκας
μα μια φορά αστόχησα
και έγινα μπαμπάκας

τέκνο μου Μυρωδιά
αυτή είν' η αλήθεια
η Λίτσα είναι μητέρα σου
της βύζαξες τα στήθια

το ξέρω η ώρα δεν ωρίμασε
να στο αποκαλύψω
μα δεν μπορώ ο δύσμοιρος
άλλο πια να στο κρύψω

την Λίτσα σαν εγάμαγες
και την γλυκειά μου θεία
σκεφτόμουν να σε έσφαζα
βαριόμουν τη κηδεία

στο τύχη αποφάσισα
ήσυχο να σ΄αφήσω
την Λίτσα πάλι κίνησα
να την ξαναγαμήσω

όταν στο σπίτι έφτασα
και φίλησα την Λίτσα
μου γνώρισε την κόρη σας
που την ελέγαν Νίτσα

στ' άκουσμα αηδίασα
κι έκανα να φύγω
μα ένα κλαδί επέταγε
στο μάτι μου το μπήγω

Λίτσα και Νίτσα έβλεπαν
από το παραθύρι
στο θέαμα δεν άντεξαν
έκαναν χαρακίρι

"Δε πα να γαμηθούν κ' οι δυό"
σκέφτηκα από μέσα
και αυτό το λέω ειλικρινά
από ατόφια μπέσα

μονόφθαλμος τώρα τριγυρνώ
σαν πειρατής γαμάτος
κανείς δεν μου απάντησε
τι έγινε με τον Μάτος

αυτό είν' το τέλος Μυρωδιά
τέκνο μου και καμάρι
το δίδαγμα είναι να φυλάς
το ίσιο σου παπάρι

Μυρωδιάς είπε...

Μα αν είναι αλήθεια όλα αυτά.
Αγαπητέ πατέρα,
Τη Λίτσα έχω μάνα μου,
Και τη γιαγιά γυναίκα.

Και το μικρό κορίτσι μας,
Η κόρη μας η Νίτσα,
Πω πω καυλί που έγινε,
Όμορφη πουτανίτσα.

Αν είν’ η Νίτσα κόρη μου,
Παράλληλα αδερφή μου,
Είμαι πολύ βαρύμαγκας,
Γαμάω το παιδί μου.

Και ο μαλάκας ο Μηνάς,
Που τον αποποιούνται,
Έχει τη Λίτσα αδερφή,
Τότε γιατί γαμιούνται;

Και σένα φίλε κι ανιψιέ,
Σε έχω και πατέρα,
Αυτό κι αν είναι γεγονός,
Μου έφτιαξες τη μέρα.

Και όλα αυτά ξεκίνησαν
Από μια καριολίτσα,
Μια ξεδοντιάρα ξέκωλη,
Που την ελέγαν Λίτσα.

Spiros ετούτη τη στιγμή,
Δεν βλέπω άλλη λύση,
Απ’ το να οργανώσουμε,
Ένα υπεργαμήσι.

Πατέρες, θείοι κι αδερφές,
Γυναίκες και μητέρες,
Θα γαμηθούμε όλοι μαζί,
Για δεκαπέντε μέρες.

Spiros είπε...

Για τον Μηνά μη λες πολλά
σε εξορκίζω γιε μου
η μοίρα κρύβει πιο πολλά
Πως να τα πω θεέ μου;

την Φωτεινή σαν γάμησες
τη θειά μου την ωραία
εμένα επροσέγγισε
και ζήταγε "παρέα"

"θεία", της λέω σιγανά
κοιτώντας τα βυζά της
που είχαν πιάσει πάτωμα
μα τον θεό Τουτάτης

"με τη ψυχή εσύ τολμάς
να μου γυρεύεις πούτσο;
τον γιόκα μου εγάμησες
που φέρνει σε σάπιο λούτσο"

και πως εσύ καμάρι μου
δίμετρο παλικάρι
στη θειά μου τη σαπιοκωλού
εμοίρασες παπάρι

μα σπόρο εσύ δεν άφησες
στης θείας μου την μήτρα
το φρύδι είχε καραφλό
μα τώρα έχει φύτρα

άλογο βρήκε νεαρό
για να την ξεκαυλώσει
την πούτσα του μόνο γύρευε
και όχι να την γκαστρώσει

έτσι εγεννήθει ο Μηνάς
κι έφερε μέγα πέος
και κόμπαζε ο Μυρωδιάς
πως ήταν αραπαίος

όταν αυτός ο νεαρός
έφτασε χρόνια δύο
γύριζε στη μάνα του
και ζήταγε αιδοίο

ένα πρωί σηκώθηκε
δεν μπόραγε να κλάσει
τ' ονοματάκι άλλαξε
μαμή μετονομάσθει

απ' όλο αυτό τον αχταρμά
όλοι έχουν ψοφήσει
μονάχα 'γω και 'συ που στη μαμή
μοιράζουμε γαμήσι

άρα η παρτούζα άκυρη
αφού δεν μείναν μέλη
εκτός κι αν θέλεις τον μαμή
να ντύσουμε Νεφέλη

Μυρωδιάς είπε...

Δεν ξέρω αν με πλήγωσαν,
Spiros αυτά που είπες,
Μα πιο πολύ ξενέρωσα,
Που δεν θα πέσουν πίπες.

Κατάρα, τσίχλα στο μαλλί,
Μπουνιά στην καρωτίδα,
Ήθελα απόψε σαν τρελός,
Να γλύψω κλειτορίδα.

Με το μαμή ενόμιζα,
Πως έχω ίδιο αίμα,
Τώρα προβληματίζομαι,
Λες να’ χω τζούφιο σπέρμα;

Αυτό με ψιλοπείραξε,
Αυτή είν’ η αλήθεια,
Και τώρα που το έμαθες,
Γράψτο ευθύς στ’ αρχίδια.

Γι΄ αυτό προτείνω ανιψιέ,
Αγαπητέ πατέρα,
Τον πούτσο ν’ αναβάλλουμε,
Για μια ακόμα μέρα.

Όμως εδώ που σου μιλώ,
Και όρκο θα σου δώσω,
Μέσα στον κώλο της μαμής,
Δεν θα το ξαναχώσω.

Κι αν θες τη σούφρα της μαμής,
Με άλλον να γαμήσεις,
Πάρε μαζί τον ασκητή,
Για να τον ετιμήσεις.

Και οι δυο μαζί στον πάτο του,
Τον ψώλο σας χωμένο,
Και το κενό που άφησα,
Θα’ ναι συμπληρωμένο.