Σας παραθέτω απόσπασμα από τη πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου του πρώτου κεφαλαίου της πρώτης μου νουβέλας με τίτλο «Το χάψες εψές, ότι και να λες με τες (κατά το θες)»:
Γκιών Γκιών Γκιών… ακούστηκε μέσα από τη σκαλωσιά ο Γκιώνης. Είχε σκαλώσει για τα καλά όπως το πατίνι στη κατηφόρα. Στο μεταξύ, ο ήρωας αναρωτήθηκε «Ντεν έχω ξυπνήσει καλά καλά και κάτι μου χτυπάω την θυροτηλέφωνο». Ναι ήταν Αλβανός ή ο Μπάγεβιτς (όχι δεν βρίζω υπάρχει και εθνικότητα). Στη προσπάθεια να ξεσκαλώσει το Γκιώνη πέρασαν σαν ταινία του Αγγελόπουλου όλες οι έντονες στιγμές που είχε ζήσει. Δύο σκηνές το τρίωρο. Και τι να πρωτοθυμηθεί. Μέχρι να του απαντήσει κάποιος άρχισε να δευτεροθυμάται τις νύχτες στο Ακαπούλκο, τα απογεύματα στο Ναϊρόμπικ, τα πρωινά στη Ντακότα, τα βραδινά στη Ντακοτόπουλο. Τα είχε δει όλα σε καρτ ποστάλ. Αλβανός ήταν τι περιμένατε; Ο γκιώνης τον κοίταξε με το υπερδραστήριο βλέμμα του (βλ. φωτό) και γρήγορα ένα ερωτικό ρεύμα διαπέρασε το κορμί του. Το πωρώνω σκέφτηκε και ρώτησε: «Πάμε πλατεία;» «Είσαι μαλλάκας; Πες με είμαι μαλλάκας» απάντησε ο εκ Καλαμαριάς ορμώμενος Γκιώνης.
«Δεκαεφτά» φώναξε μια σουρωμένη δεκαοχτούρα. Χτύπησε νωχελικά τα φτερά της. Δεν είχαν περάσει ούτε τρείς ώρες από τη τελευταία φόρα που τα είχε χτυπήσει. Και τι χτύπημα ήταν αυτό διάολε. Τα μαστίγωνε ξανά και ξανά μέχρι να μελανιάσουν και κατόπιν τα ξαναχτύπαγε επειδή δεν είχαν μολυβιάσει. «Δεκαεφτά να είναι οι αιώνες σου!» απάντησε ο μάλλον διεπόμενος από αμετροέπεια Γκιώνης και της έριξε μια φτύξα. Στη προσπάθεια να ανταπωδώσει η δεκαοχτούρα πνίγηκε, προσφέροντας έτσι ένα τσάμπα γεύμα φοντί στον Αλβανό (τη βρισιά όχι την εθνικότητα) φίλο μας (τ’ακούς Αδωνι Γεωργιάδη?).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου