Τί προτιμούν τελικά οι άνδρες;

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Ποιητική Γωνιά... Αιδούς και Αιδοίου

Αγαπητοί αναγνώστες σας καλημερίζω! Μετά από απουσία πολλών μηνών (μπορεί και ημερών τώρα που δεν το σκέφτομαι) είμαστε και πάλι στις επάλξεις. Ξέρω και συνάμα γνωρίζω πως σας έχει λείπσει (το πσ πού είναι ρε γαμώτο;) η στήλη μας. Περιμένω με ιδιαίτερη ανυπομονησία τα ποιήματά σας. Αυτή τη φορά τα έσοδα της ανθολογίας θα προσφερθούν για την καταπολέμιση του τυμπανισμού των μοναχών που ζουν ασκητικά (καμιά σχέση με τον δικό μας) στην Μο(υ)νή Βατοπεδίου.
Ο σημερινός τίτλος είναι αφιερωμένος κατά το ήμισυ σε ένα ξεχωριστό μέλος της παρέας του μπλογκ μας που έχει την super power (εκτός από την κλανιά που στέλνει στα κυπαρισσάκια ακόμα και ασβό) να σπέρνει την διχόνοια εκεί που όλα είναι ρόδινα και ανθηρά (εδώ μπορεί να συμβάλει και ο μέγας συνάνθρωπος ΧΥΣΟΜΕΝΤΟΡ και να με επιβεβαιώσει). Το άλλο ήμισυ είναι αφιερωμένο στο αντικείμενο του πόθου πολλών ανώμαλων (Το αδερφάτο των ιπποτών ρουλζ!!! γιούπι!!! απαπαπαπα!!!). Αιδοίο??? Πόση δύναμη έχει για να σέρνει καράβια; Ποίος βλάσφημος θα προτιμήσει ένα αιδοίο και θα απορρίψει ένα τριφερό 11χρονο παρθένο κωλαράκι; Ναι, σε εσένα απευθύνομαι πάτερ-Καβαλίκιε! Τέλος το υπόλοιπο 54,13433124% ανήκει σε εσάς που με έχετε αγκαλιάσει (όξω πούστη από την παράγκα)!

10 σχόλια:

Παργαλάτσος είπε...

Μυρωδιά δεν πήρα πως γινότανε κάτι κακό
Μυρωδιά δεν πήρα γαμώ το Χριστό!
Γαμήθηκε στο δίχως, δεν κρατήθηκε λεπτό
δεν γίνεται, δεν γίνεται γαμώ το Θεό!

Αιδός Αργείε που διαδίδεις ψεύδη
τώρα που χέζεις μέγα κακό να σέβρει!
Εκεί που φίλαγες τώρα πια κατουράς
δεν είναι μακρυά ο καιρός που ψωλή θα φας!

Φίλε Χυσομέντορα πολλά τα έχει πει
και απτον πούτσο μας γλυκό νέκταρ θαλαπιεί,
εκείνος ο υπαίτιος ο μεγάλος ο καριόλας,
ο πουσταράς το συναπάντημα της κακιάς της ώρας!

Τέτοια ψέματα ούτε ο Πινόκιο με την ξύλινη ψωλή,
που όλες οι γκόμενες τον γουστέρνανε πολύ.
Και τώρα πάμε στο παρακάτω θέμα
που όμως δεν είναι για καμιά παρθένα.

Παιάνες γράφτηκαν για αυτό το μαλακό το πράμα
που άντρες εγονάτισε ωσαν και παν για τάμα!
Άλλες φορές στέγνο μα άλλες μουσκεμένο
άλλες φορές ορθάνοιχτο μα και άλλες φορές παρθένο.

Το γλύφεις ξανά, ξανά ώσπου να λιώσει
και η κάτοχος του να χύσει, να τελειώσει!
Κι αφού έγιν' η δουλειά τραβάς μια μαλακία
επική και μαγική σαν την ποιητική γωνία!!

η κυρά μας η μαμή είπε...

Το κοτοπερδικόπουλο

Η ψείρα και η κόνιδα το 'χουν μόνιμη κατοικία,
όπως του Μύρω το δεξί έχει τη μαλακία,
Αηδία είπα και σκέφτηκα αμέσως τη Λουκά, παρ'ολα αυτά τη γάμαγα για καλά λεφτά.
Ένα τρυγώνι πέρασε με έχεσε στον ώμο, μα σαν έξω τον πέταξα έσκουξε απ'τον τρόμο.
"Αυτό είναι πουλί" ομολόγησε,και πέθανε ευτυχισμένο,
όχι σαν το κώλο του Μυρώ,
στο pro χιλιογαμημένο.
Ναι ναι α μπράβο, ύστερα ,ακούς, μόλις είπανε, είπανε κοιτάξτε αυτοί ότι,
ένα δεκάχρονο τον άρπαξε από ένα δεσπότη,
Εμεις γιατί κοίταξε στην μια τέτοια αρχή ούτε ούτε και,
Ψόφιο ψοφίμι κάπνισε γευση μήλο ναργιλέ

Παργαλάτσος είπε...

Μιας και το ανέφερε ο ΚΜΗΜ το PRO,
ξέχασα να γράψω πως τον πήγα γαμητό!
Μυρωδιά δεν έχει από το παίγνιο αυτό,
μέχρι και από γυναίκα έχασε γαμώ το Θεό!

Την άφησε, λέει να κερδίσει,
Ρε δεν ντρέπεσαι που έφαγες τρελό γαμήσι;
Καλός είναι μονάχα για τίποτα πίπες
τώρα που τον εμπουκώσανε ρωτά συνέχεια "τ'είπες;"!

Τον έβαλα, τον έχωσα μέσα του βαθειά
του πήρα ότι πιο πολύτιμο, του άνοιξα τα αυτιά!
Του έκανα τρισμέγιστο καλό
κι έκεινος δεν μου είπε ούτε ένα ευχαριστώ!

Οχτώ, εφτά, έξι πέντε, τέσσερα, τρία, δύο (τί έμπνευση;)
από μικρός ήσουν μουνής, από μικρός ήσουν αιδοίο!
Φίλε Μυρωδιά θα σταματήσω τον πόλεμο με σένα
όσα κι αν έκανες είναι πλέον ξεχασμένα!

Μυρωδιάς είπε...

Πόλεμο τώρα ανοίξατε βρωμόπουστες-καριόλες,
Λες και δεν σας έφτασαν σαράντα πέντε ψώλες,
Ποιο Pro μου λες εσύ ακούραστη κυρία?
Κουράστηκα να σε γαμώ, γαμώ την Παναγία.

Μιλάει και η άλλη η ψωλή, που άρπαξε τεσσάρα,
Γουστάρει πούτσο ν’ ακουμπά, να γεύεται ψωλάρα,
Δεν θέλω πλέον να γαμώ τα δυο σας κωλαράκια,
Βαρέθηκα σας λέω πια, βρώμικα πουτανάκια.

Αλλά και εσύ βρε παργαλά, καθόλου πλεον σέβας;
Που άνοιξα τον πάτο σου σαν καπάκιο κονσέρβας.
Και πλέον χέζεις όμορφα σαν πρόβατο κυρά μου,
Και δια της βαρύτητας αφήνεις τα σκατά σου.

Τι να πω για τη μαμή την ψωλοαρπάχτρα,
Που ένα καφέ του ζήτησα και τα’ κανε μαντάρα,
Χέστηκε λέει ρε παιδιά, φοβήθηκε ν’ αργήσει,
Μήπως και το αφεντικό τον κώλο του γαμήσει.

Ποιον κώλο μωρή λουλού; Για ποια τρύπα φοβάσαι;
Αυτή που Spiros κι Ασκητής, σου σκίζουν όταν κοιμάσαι;
Δεν έχεις φόβο αγόρι μου, μικρή μου φοβιτσιάρα,
Ήρθε ο καιρός να το δεχτείς πως είσαι μία πουστάρα.

η κυρά μας η μαμή είπε...

Λόγια Βαρύγδουπα πολλοί είπαν,
μα ώρα για ουσία,
λόγια μου λες και σαν σε γαμώ,
στην σταση την οσία.

Τα λόγια δεν σε σώσαν το βράδυ Kυριακής,
πανικόβλητος εψάχνες γιατρό πρωκτοραφής.
Απο κορίτσι έχασες και θα με πεις πουστάρα,
αν είμαι εγώ αδερφή εσύ είσαι αδερφάρα.

Συνήθεια έχεις φαίνεται το στόμα σου να μπουκώνεις, ποτέ με πράγματα ίδια,
πότε με τη ψώλα του Παργ,
Πότε με του Μαμή τα αρχίδια

Κλείνοντας θα πω για το πόλεμο αυτό,
πως δεν άρχισα εγω αλλά ο Μύρω το κουτό (αχ καλέ),
Μα όταν έχεις χεσμένη τη φωλιά σου,
Κράτα τη μιλιά σου ή γάμα τη γιαγιά σου

Μυρωδιάς είπε...

Τη γιαγιά μου ούτε μια και ούτε δυο, άλλα πολλάκις πήρα,
Αλλά μετά εγνώρισα μία πιο νέα τρύπα,
Μία τρύπα όμορφη, ξανθιά, καλή, χρυσομαλλούσα,
Και δίχως να χω ενοχές, στυγνά της τον πετούσα.

Για σένα λέω βρε χαζό, για το δικό σου πάτο,
Για σένα που το χαίρεσαι να σ’ έχω από κάτω,
Αλλά φοβάμαι τώρα πια δεν θα σε ξανασκίσω,
Και κοριτσάκια τέτοιου στυλ δεν θα ξαναγαμήσω.

Σκέψη καλή μου έσκασε, δίπλα μου τώρα που είσαι,
Δεν ξέρω αν πρέπει να την πω γιατί παρεξηγείσαι.
Άντε για σένα που είσαι καλό παιδί και ύπουλη αδέρφω,
Με τρόπο τώρα θα εκφραστώ για να μη σε εκθέσω.

Δυο κουράδες κείτονται στο Jazzi ξεχασμένες,
Κι εφτά πορδές ανέμελες πετάνε ξαναμμένες.
Ψωλή σου έταξε μωρέ; Καβλί απ’ τα ολίγα;
Και όλα τα εξέχασες σαν γαμημένη μύγα.

Για όλους εσάς που η πάνω στροφή δεν βγάζει πια ουσιά,
Ρωτήστε την κυρά μαμή να πει την ιστορία.
Γιατί άμα την πω εγώ, βαθειά θα τον πληγώσω,
Και αναγκαστικά μετά θα πάω να του τον χώσω.

η κυρά μας η μαμή είπε...

Αλήθεια είναι θα το πώ,
Ο Μύρω ξέρει να γαμάει,
Με εγάμησε χθες με τον πρωκτό,
τον έπλυνα με σαπούνι Gamaei

Τον πήγα στη Γαλλία Διακόπες μεσ'τη φύση,
Τσόντα του εγύρισα με τίτλο "Χύσι στο Παρίσι"

Τον Μίκυ του εκάρφωσα εφτυσα Αλογοσκούφη,
και αμέσως αναφώνησε "ουουου είμαι ο Γκουουφη"

Ω πορδολάγνε μυρωδιά κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις,
Δεν ξέρεις πως ο όταν σε μαμεί Ο Μαμής οφείλεις να σιωπαίνεις,

Γαμώ τη παναγία σου Γαμώ και το Χριστό σου,
Έλα βρισε με και εσύ να αλλάξω το Ταμπόν σου

Spiros είπε...

Πολλά μου τύχαν σήμερα
και έχασα τη μέρα
Τον ήπιε ο Τσίσους απ'τα αυτί
από μακριά φλογέρα

Με το που μπήκα σπίτι έτρεξα
το κάστανο να ελέγξω
μα παιδική χαρά προτίμησα
και έτρεξα να παίξω

τα κουβαδάκια του ο μαμή
μου δάνεισε με βία
στην άμμο τότε έπλασα
πούτσες, βυζιά και αιδοία

και όταν τα δίχρονα έφυγαν
κ' έπεσε βαρεμάρα
έτρεξα σε φίλης το νουνί
και έκανα παπάρα

Στου Λάζου τα άπατα νερά
εγύμναζα τον βύζο
και τώρα που 'μαι τούμπανο
τον Ασκητή ξεσκίζω

ελεύθερο και πρόστιο
ύπτιο, πεταλούδα
την παρθενιά του έχασε ο μαμή
θαρρώ από αρκούδα

Όταν τελείωσε κι αυτό
εγύρισα στο σπίτι
και τον καθρέφτη ερώτησα:
μην είμαι ο Γουόρεν Μπίτι?

Μ' έκπληξη είδα σχόλια
να ξεχειλίζουν μίσος
τι έγινε και όλα άλλαξαν?
είστε αυνάνες ίσως?

διχόνοια μας εδίχασε
μας έκοψε στα δύο
θαρρώ πως για όλα ευθύνεται
των Στούντζες, το γαμημένο τρίο

θα επιστρέψω αργότερα
μ' έμπνευση πιο μεγάλη
θα γράψω για αιδοία και βυζά,
της παναγιάς την χάρη.

Spiros είπε...

Πολλά μου τύχαν σήμερα
και έχασα τη μέρα
Τον ήπιε ο Τσίσους απ'τα αυτί
από μακριά φλογέρα

Με το που μπήκα σπίτι έτρεξα
το κάστανο να ελέγξω
μα παιδική χαρά προτίμησα
και έτρεξα να παίξω

τα κουβαδάκια του ο μαμή
μου δάνεισε με βία
στην άμμο τότε έπλασα
πούτσες, βυζιά και αιδοία

και όταν τα δίχρονα έφυγαν
κ' έπεσε βαρεμάρα
έτρεξα σε φίλης το νουνί
και έκανα παπάρα

Στου Λάζου τα άπατα νερά
εγύμναζα τον βύζο
και τώρα που 'μαι τούμπανο
τον Ασκητή ξεσκίζω

ελεύθερο και πρόστιο
ύπτιο, πεταλούδα
την παρθενιά του έχασε ο μαμή
θαρρώ από αρκούδα

Όταν τελείωσε κι αυτό
εγύρισα στο σπίτι
και τον καθρέφτη ερώτησα:
μην είμαι ο Γουόρεν Μπίτι?

Μ' έκπληξη είδα σχόλια
να ξεχειλίζουν μίσος
τι έγινε και όλα άλλαξαν?
είστε αυνάνες ίσως?

διχόνοια μας εδίχασε
μας έκοψε στα δύο
θαρρώ πως για όλα ευθύνεται
των Στούντζες, το γαμημένο τρίο

θα επιστρέψω αργότερα
μ' έμπνευση πιο μεγάλη
θα γράψω για αιδοία και βυζά,
της παναγιάς την χάρη.

Spiros είπε...

Ακολουθεί άκρως μοναχική, ερωτική ποίηση:


Τίτλος: Μονή Βατοπεδίου

Μονιά, πότσες, πόστηδες
γαμήσαν τ' Άγιον Όρος
μ' αφού θεού 'ταν πρόσταγμα
γιατί πια τόσος ντόρος?

οι μοναχοί 'ναι άγιοι
είν' αρχαγγέλου γόνοι
αγγούρια θέτουν στον πάτο τους
όταν αράζουν μόνοι

μια ιστορία θε να ξηγηθώ
να λάμψω την Αλήθεια
Βατοπεδίου μυστικά
με κώλους και με χύσια

Σαν κάθουνταν στην προσευχή
εκεί, σκυμμένοι όλοι
και τα στριγκάκια αχνοφαινόσαντο
κ' οι τουρλωμένοι κώλοι

Γούμενος αψηλός εκαύλωσε
του 'φτασε στο ταβάνι
μα κάτι τον ετσίμπησε
έν' άθλιο νταβάνι

Έιτζ, σύφιλη, στραβισμό
τ' έδωσε ευθύς αμέσως
εμμέσως πλην σαφώς ομολογώ
πως ήμανε μπαμπέσος

Εφραίμ, πατέρα, γούμενε
πούστη αγαπημένε
σχώρα με σε αδίκησα
πατέρα, ξεσκισμένε

έκρυψα περιστατικά
προς όφελος του γέλιου
προς τέρψη Νίκου κι Άγγελου
Μαρίας, Κώστα, Στέλιου

και τώρα κάνω ένα φλασμπάκ
δέκα λεφτά οπίσω
εκεί που μόνος άραζες
(λίγο πριν κατουρήσω)

στο λιαρ τζετ καθόσανε
και ταπεινά σκεφτόσουν
πενήντα δύο μοναχούς
στον πάτο να στο χώσουν

λίγο πριν την κορύφωση
στου παραδείσου τη θύρα
μέλος Αγιάς Τριάς επρόβαλε
μαζί μ' ένα κλητήρα

του Θείου τα οικονομικά
είχανε πέσει έξω
"Περίμενε", είπες, "Να ντυθώ"
"Μην είμαι σαν το λέτσο"

χρυσό στριγκάκι εφόρεσε
στον τρύπιο του τον πάτο
και φούστα έβαλε κοντή
λίγο, από αφαλό, πιο κάτω

"Συνέχα", είπε στον Υιό
τον εύμορφο τριαντάρη
που οι φήμες λέγαν πως έφερε
χονδρό μακρύ παπάρι

ο σάταν του 'βαλε στο νου
Υιού πάτο να μυρίσει
και Κείνος σαν θεός το ήξερε
και είχε τον ξυρίσει

Παρτούζα τότες έγινε
και συμμετείχαν όλοι
κλητήρας, Τσίσους, και αδερφή
πούτσες, βυζά και κώλοι

παρένθεση θα ανοίξω εδώ
να πω μια ιστορία
για του Υιού την πρόγονη
την όμορφη Μαρία

Ο Τσίσους λένε οι παλιοί
είχε καυλί Μητέρα
την αδερφή του ξάδερφου
της Λίτσας της Πατέρα

Γνωστή παρθένα ξακουστή
όλοι την είχαν πάρει
μα εκείνη ήταν άθικτη
στο αιδοίο ποτέ παπάρι

και από την όπισθεν οδό
από φυτό εγκαστρώθει
και σ' ένα χέσιμο έβγαλε
Θεό που ανθρωπώθει

Όταν το πέος τέλευσε
ανάψανε τσιγάρο
ο Τσίσους όλο κάπνιζε
ήταν μέγα φουγάρο

Γούμενος τότε ανήγγειλε
πως ήθελε δύο στήθια
πισίνες, τζακούζι, σάουνες,
κ' εικοσιπέντε σπίτια

τότε κλητήρας χίμηξε
στου Γούμενου τη μάπα
και φτύνοντας του φώναξε
"Είσαι καλά ρε βλάκα?"

"Τι λε ρε μάπα άχρηστε
τρύπιε, βρωμοξεκώλη
ξεφτυλισμένε άχρηστε
ηλίθιε καριόλη"

"Πορνόγερε, πορδόγερε
και έκφυλε μαλάκα
που θα μας φας τα χρήματα
του Άγιου Μπαμπάκα"

"Ο Ύψιστος τον έπαιξε
έκαμε μέγα λάθος
και λείπει πια από την αγορά
ο θεικός ο μπάφος"

έτσι αμέσως ήγγειλε
θεού τις μαλακίες
που στο καζίνο έχασε
εξήντα δυο φυτείες

το εισόδημα πλέον λιγοστό
στου Θείου το ουράνιο σπίτι
μιλούν οι γλώσσες οι κακές
για πλαστική στην μύτη

Υιός μπουκέτο έφαγε
απ' αγαθό Πατέρα
γιατί 'ταν ο πρώτος γκέουλας
και έπαιζε φλογέρα

τότες Υιός σε έρανο
αμέσως οδηγήθη
με φούστες πρόστυχες, ξέκωλες
και με σουτιέν στα στήθη

όταν την ιστορία άκουσε
Γούμενος συγκινήθει
και προς ταμείο κίνησε
λεφτά να του δανείσει

μα όταν εκείνο άνοιξε
άφωνος εστάθει εμπρός του
τα χρήματα ήσαντο λιγοστά
του τα 'φαγε ο γαμπρός του

στην κοινωνία έψαχνε
λεφτά με μέγα κόπο
τότες Θόδωρα γνώρισε
και του εβρήκε τρόπο

ευθύς αμέσως πλούτισε
Υιού έδωκε κατι
μα πιο πολλά εκράτησε
για την δικιά του πάρτη

και από τη σάουνα του κελιού
εκεί που αυτός μονάζει
προς τον Θεό τετράστιχο
άρχισε να φωνάζει:

"Αρχάγγελος Γαυριήλ
με Βαζελήλ πλακώθει
και Χανουμήλ πετάχθει σαν τσουτσού
μα πάλι τσιμπουκώθει"